Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακανίσκη — λακανίσκη, ἡ (Α) [λακάνη] μικρή λεκάνη … Dictionary of Greek
λαβάβηρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λακανίσκη». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lavabrum «σκάφη, λουτήρας»] … Dictionary of Greek